ἀποπομπαῖος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀποπομπαῖος < ἀποπέμπω

Επίθετο

ἀποπομπαῖος, -ο, -ο

καὶ τὸν χίμαρον, ἐφ᾿ ὃν ἐπῆλθεν ἐπ᾿ αὐτὸν ὁ κλῆρος τοῦ ἀποπομπαίου, στήσει αὐτὸν ζῶντα ἔναντι Κυρίου, τοῦ ἐξιλάσασθαι ἐπ᾿ αὐτοῦ, ὥστε ἀποστεῖλαι αὐτὸν εἰς τὴν ἀποπομπήν, καὶ ἀφήσει αὐτὸν εἰς τὴν ἔρημον. (Παλαιά Διαθήκη, Λευιτικόν, 16.10)

Πολυλεκτικοί όροι

  • ἀποπομπαῖος τράγος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.