αποδεσμευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποδεσμευόμενος | η | αποδεσμευόμενη | το | αποδεσμευόμενο |
| γενική | του | αποδεσμευόμενου | της | αποδεσμευόμενης | του | αποδεσμευόμενου |
| αιτιατική | τον | αποδεσμευόμενο | την | αποδεσμευόμενη | το | αποδεσμευόμενο |
| κλητική | αποδεσμευόμενε | αποδεσμευόμενη | αποδεσμευόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποδεσμευόμενοι | οι | αποδεσμευόμενες | τα | αποδεσμευόμενα |
| γενική | των | αποδεσμευόμενων | των | αποδεσμευόμενων | των | αποδεσμευόμενων |
| αιτιατική | τους | αποδεσμευόμενους | τις | αποδεσμευόμενες | τα | αποδεσμευόμενα |
| κλητική | αποδεσμευόμενοι | αποδεσμευόμενες | αποδεσμευόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποδεσμεύω, δεσμός και δένω
Μεταφράσεις
αποδεσμευόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.