αποδεκατίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποδεκατίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποδεκατίζω (παίρνω τη δεκάτη ως φόρο) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική décimer) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.ðe.kaˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐δε‐κα‐τί‐ζω
Ρήμα
αποδεκατίζω, αόρ.: αποδεκάτισα, παθ.φωνή: αποδεκατίζομαι, π.αόρ.: αποδεκατίστηκα, μτχ.π.π.: αποδεκατισμένος
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποδεκατίζω | αποδεκάτιζα | θα αποδεκατίζω | να αποδεκατίζω | αποδεκατίζοντας | |
| β' ενικ. | αποδεκατίζεις | αποδεκάτιζες | θα αποδεκατίζεις | να αποδεκατίζεις | αποδεκάτιζε | |
| γ' ενικ. | αποδεκατίζει | αποδεκάτιζε | θα αποδεκατίζει | να αποδεκατίζει | ||
| α' πληθ. | αποδεκατίζουμε | αποδεκατίζαμε | θα αποδεκατίζουμε | να αποδεκατίζουμε | ||
| β' πληθ. | αποδεκατίζετε | αποδεκατίζατε | θα αποδεκατίζετε | να αποδεκατίζετε | αποδεκατίζετε | |
| γ' πληθ. | αποδεκατίζουν(ε) | αποδεκάτιζαν αποδεκατίζαν(ε) |
θα αποδεκατίζουν(ε) | να αποδεκατίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποδεκάτισα | θα αποδεκατίσω | να αποδεκατίσω | αποδεκατίσει | ||
| β' ενικ. | αποδεκάτισες | θα αποδεκατίσεις | να αποδεκατίσεις | αποδεκάτισε | ||
| γ' ενικ. | αποδεκάτισε | θα αποδεκατίσει | να αποδεκατίσει | |||
| α' πληθ. | αποδεκατίσαμε | θα αποδεκατίσουμε | να αποδεκατίσουμε | |||
| β' πληθ. | αποδεκατίσατε | θα αποδεκατίσετε | να αποδεκατίσετε | αποδεκατίστε | ||
| γ' πληθ. | αποδεκάτισαν αποδεκατίσαν(ε) |
θα αποδεκατίσουν(ε) | να αποδεκατίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποδεκατίσει | είχα αποδεκατίσει | θα έχω αποδεκατίσει | να έχω αποδεκατίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποδεκατίσει | είχες αποδεκατίσει | θα έχεις αποδεκατίσει | να έχεις αποδεκατίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποδεκατίσει | είχε αποδεκατίσει | θα έχει αποδεκατίσει | να έχει αποδεκατίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποδεκατίσει | είχαμε αποδεκατίσει | θα έχουμε αποδεκατίσει | να έχουμε αποδεκατίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποδεκατίσει | είχατε αποδεκατίσει | θα έχετε αποδεκατίσει | να έχετε αποδεκατίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποδεκατίσει | είχαν αποδεκατίσει | θα έχουν αποδεκατίσει | να έχουν αποδεκατίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποδεκατίζομαι | αποδεκατιζόμουν(α) | θα αποδεκατίζομαι | να αποδεκατίζομαι | ||
| β' ενικ. | αποδεκατίζεσαι | αποδεκατιζόσουν(α) | θα αποδεκατίζεσαι | να αποδεκατίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | αποδεκατίζεται | αποδεκατιζόταν(ε) | θα αποδεκατίζεται | να αποδεκατίζεται | ||
| α' πληθ. | αποδεκατιζόμαστε | αποδεκατιζόμαστε αποδεκατιζόμασταν |
θα αποδεκατιζόμαστε | να αποδεκατιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποδεκατίζεστε | αποδεκατιζόσαστε αποδεκατιζόσασταν |
θα αποδεκατίζεστε | να αποδεκατίζεστε | (αποδεκατίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αποδεκατίζονται | αποδεκατίζονταν αποδεκατιζόντουσαν |
θα αποδεκατίζονται | να αποδεκατίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποδεκατίστηκα | θα αποδεκατιστώ | να αποδεκατιστώ | αποδεκατιστεί | ||
| β' ενικ. | αποδεκατίστηκες | θα αποδεκατιστείς | να αποδεκατιστείς | αποδεκατίσου | ||
| γ' ενικ. | αποδεκατίστηκε | θα αποδεκατιστεί | να αποδεκατιστεί | |||
| α' πληθ. | αποδεκατιστήκαμε | θα αποδεκατιστούμε | να αποδεκατιστούμε | |||
| β' πληθ. | αποδεκατιστήκατε | θα αποδεκατιστείτε | να αποδεκατιστείτε | αποδεκατιστείτε | ||
| γ' πληθ. | αποδεκατίστηκαν αποδεκατιστήκαν(ε) |
θα αποδεκατιστούν(ε) | να αποδεκατιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποδεκατιστεί | είχα αποδεκατιστεί | θα έχω αποδεκατιστεί | να έχω αποδεκατιστεί | αποδεκατισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποδεκατιστεί | είχες αποδεκατιστεί | θα έχεις αποδεκατιστεί | να έχεις αποδεκατιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποδεκατιστεί | είχε αποδεκατιστεί | θα έχει αποδεκατιστεί | να έχει αποδεκατιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποδεκατιστεί | είχαμε αποδεκατιστεί | θα έχουμε αποδεκατιστεί | να έχουμε αποδεκατιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποδεκατιστεί | είχατε αποδεκατιστεί | θα έχετε αποδεκατιστεί | να έχετε αποδεκατιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποδεκατιστεί | είχαν αποδεκατιστεί | θα έχουν αποδεκατιστεί | να έχουν αποδεκατιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποδεκατισμένος - είμαστε, είστε, είναι αποδεκατισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποδεκατισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποδεκατισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποδεκατισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποδεκατισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποδεκατισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποδεκατισμένοι | |||||
Αναφορές
- αποδεκατίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- αποδεκατίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αποδεκατίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αποδεκατίζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.