ἀποδεκατίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀποδεκατίζω (ελληνιστική κοινή) < ἀπο- + δεκατ- όπως αν *δεκατίζω (→ δείτε τη λέξη δεκατισμός) + -ίζω[1]
Ρήμα
ἀποδεκατίζω (ελληνιστική κοινή)
- παίρνω ή μου δίνεται το ένα δέκατο από κάποιο πράγμα
- (ειδικότερα) παίρνω τη δεκάτη ως φόρο
Παράγωγα
μορφές και παράγωγα:
- ἀποδεκατεύω > ἀποδεκάτευσις
- ἀποδεκατῶ (-όω) > ἀποδεκάτωσις
Αναφορές
- αποδεκατίζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἀποδεκατίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.