αποδεκάτισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αποδεκάτισμα | τα | αποδεκατίσματα |
| γενική | του | αποδεκατίσματος | των | αποδεκατισμάτων |
| αιτιατική | το | αποδεκάτισμα | τα | αποδεκατίσματα |
| κλητική | αποδεκάτισμα | αποδεκατίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποδεκάτισμα < αποδεκατίζω + -μα < (ελληνιστική κοινή) ἀποδεκατίζω
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποδεκατίζω και δέκα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.