αποδαύτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποδαύτος η αποδαύτη το αποδαύτο
      γενική του αποδαύτου της αποδαύτης του αποδαύτου
    αιτιατική τον αποδαύτο την αποδαύτη το αποδαύτο
     κλητική αποδαύτε αποδαύτη αποδαύτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποδαύτοι οι αποδαύτες τα αποδαύτα
      γενική των αποδαύτων των αποδαύτων των αποδαύτων
    αιτιατική τους αποδαύτους τις αποδαύτες τα αποδαύτα
     κλητική αποδαύτοι αποδαύτες αποδαύτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποδαύτος < απο- + δαύτος

Επίθετο

αποδαύτος, -η, -ο

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις από και δαύτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.