αποδαύτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποδαύτος | η | αποδαύτη | το | αποδαύτο |
| γενική | του | αποδαύτου | της | αποδαύτης | του | αποδαύτου |
| αιτιατική | τον | αποδαύτο | την | αποδαύτη | το | αποδαύτο |
| κλητική | αποδαύτε | αποδαύτη | αποδαύτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποδαύτοι | οι | αποδαύτες | τα | αποδαύτα |
| γενική | των | αποδαύτων | των | αποδαύτων | των | αποδαύτων |
| αιτιατική | τους | αποδαύτους | τις | αποδαύτες | τα | αποδαύτα |
| κλητική | αποδαύτοι | αποδαύτες | αποδαύτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αποδαύτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.