απαυτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαυτός η απαυτή το απαυτό
      γενική του απαυτού της απαυτής του απαυτού
    αιτιατική τον απαυτό την απαυτή το απαυτό
     κλητική απαυτέ απαυτή απαυτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαυτοί οι απαυτές τα απαυτά
      γενική των απαυτών των απαυτών των απαυτών
    αιτιατική τους απαυτούς τις απαυτές τα απαυτά
     κλητική απαυτοί απαυτές απαυτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαυτός < μεσαιωνική ελληνική απαυτός < αρχαία ελληνική ἀπό αὐτόν < αὐτός

Επίθετο

απαυτός, -ή, -ό

  1. (λαϊκότροπο, προφορικό, μειωτικό) ο τάδε, ο δείνα, που δεν θυμόμστε τ' όνομά του
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (προφορικό) ο απαυτός: ο κώλος
  3. (ουσιαστικοποιημένο) (προφορικό) η απαυτή: το πέος
  4. (ουσιαστικοποιημένο) (προφορικό) τα απαυτά: τ' αρχίδια

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.