απασφάλιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απασφάλιση | οι | απασφαλίσεις |
| γενική | της | απασφάλισης* | των | απασφαλίσεων |
| αιτιατική | την | απασφάλιση | τις | απασφαλίσεις |
| κλητική | απασφάλιση | απασφαλίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απασφαλίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απασφάλιση < απασφαλίζω + -ση
Ουσιαστικό
απασφάλιση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του απασφαλίζω
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.