απασφαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
απασφαλίζω (παθητική φωνή: απασφαλίζομαι)
- (κυριολεκτικά) αφαιρώ ή μετακινώ την ασφάλεια ενός όπλου, προκειμένου να πυροβολήσω
- (μεταφορικά) αίρω ό,τι με περιόριζε ή με συγκρατούσε
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απασφαλίζω | απασφάλιζα | θα απασφαλίζω | να απασφαλίζω | απασφαλίζοντας | |
| β' ενικ. | απασφαλίζεις | απασφάλιζες | θα απασφαλίζεις | να απασφαλίζεις | απασφάλιζε | |
| γ' ενικ. | απασφαλίζει | απασφάλιζε | θα απασφαλίζει | να απασφαλίζει | ||
| α' πληθ. | απασφαλίζουμε | απασφαλίζαμε | θα απασφαλίζουμε | να απασφαλίζουμε | ||
| β' πληθ. | απασφαλίζετε | απασφαλίζατε | θα απασφαλίζετε | να απασφαλίζετε | απασφαλίζετε | |
| γ' πληθ. | απασφαλίζουν(ε) | απασφάλιζαν απασφαλίζαν(ε) |
θα απασφαλίζουν(ε) | να απασφαλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απασφάλισα | θα απασφαλίσω | να απασφαλίσω | απασφαλίσει | ||
| β' ενικ. | απασφάλισες | θα απασφαλίσεις | να απασφαλίσεις | απασφάλισε | ||
| γ' ενικ. | απασφάλισε | θα απασφαλίσει | να απασφαλίσει | |||
| α' πληθ. | απασφαλίσαμε | θα απασφαλίσουμε | να απασφαλίσουμε | |||
| β' πληθ. | απασφαλίσατε | θα απασφαλίσετε | να απασφαλίσετε | απασφαλίστε | ||
| γ' πληθ. | απασφάλισαν απασφαλίσαν(ε) |
θα απασφαλίσουν(ε) | να απασφαλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απασφαλίσει | είχα απασφαλίσει | θα έχω απασφαλίσει | να έχω απασφαλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απασφαλίσει | είχες απασφαλίσει | θα έχεις απασφαλίσει | να έχεις απασφαλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει απασφαλίσει | είχε απασφαλίσει | θα έχει απασφαλίσει | να έχει απασφαλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απασφαλίσει | είχαμε απασφαλίσει | θα έχουμε απασφαλίσει | να έχουμε απασφαλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απασφαλίσει | είχατε απασφαλίσει | θα έχετε απασφαλίσει | να έχετε απασφαλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απασφαλίσει | είχαν απασφαλίσει | θα έχουν απασφαλίσει | να έχουν απασφαλίσει |
| |
Μεταφράσεις
απασφαλίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.