απασφαλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απασφαλίζω < απ- + ασφαλίζω

Ρήμα

απασφαλίζω (παθητική φωνή: απασφαλίζομαι)

  1. (κυριολεκτικά) αφαιρώ ή μετακινώ την ασφάλεια ενός όπλου, προκειμένου να πυροβολήσω
  2. (μεταφορικά) αίρω ό,τι με περιόριζε ή με συγκρατούσε

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.