αποανάπτυξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποανάπτυξη οι αποαναπτύξεις
      γενική της αποανάπτυξης των αποαναπτύξεων
    αιτιατική την αποανάπτυξη τις αποαναπτύξεις
     κλητική αποανάπτυξη αποαναπτύξεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποανάπτυξη < απο- + ανάπτυξη

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.aˈna.pti.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποανάπτυξη

Ουσιαστικό

αποανάπτυξη θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.