αποανάπτυξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποανάπτυξη | οι | αποαναπτύξεις |
| γενική | της | αποανάπτυξης | των | αποαναπτύξεων |
| αιτιατική | την | αποανάπτυξη | τις | αποαναπτύξεις |
| κλητική | αποανάπτυξη | αποαναπτύξεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.aˈna.pti.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐α‐νά‐πτυ‐ξη
Ουσιαστικό
αποανάπτυξη θηλυκό
- (νεολογισμός, οικονομία, πολιτική) πολιτικό κίνημα που αμφισβητεί την οικονομική ανάπτυξη θεωρώντας την ως πηγή κοινωνικών διαφορών και περιβαλλοντικών ζημιών
- ※ Η αποανάπτυξη, ακόμη και με τη στενή έννοια της μείωσης της κλίμακας της υλικής οικονομίας, είναι απίθανο να είναι συμβατή με τον καπιταλισμό, γιατί ο βασικός κινητήρας του είναι η ανάπτυξη που δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την απόδοση και την επέκταση. (Γιώργος Κολέμπας, Μια μετάβαση πέρα από την ανάπτυξη είναι μια μετάβαση πέρα από Καπιταλισμό, Εφημερίδα των Συντακτών, 23 Νοεμβρίου 2020)
Μεταφράσεις
αποανάπτυξη
|
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.