ανοιχτόχερα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανοιχτόχερα < ανοιχτόχερος + -α
Συγγενικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ανοιχτόχερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανοιχτόχερος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.