τσιγκούνικα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
τσιγκούνικα
<
τσιγκούνικ(ος)
+
-α
Επίρρημα
τσιγκούνικα
και
τσιγγούνικα
με
τσιγκουνιά
Αντώνυμα
απλόχερα
γενναιόδωρα
Μεταφράσεις
τσιγκούνικα
αγγλικά
:
stingily
(en)
γαλλικά
:
serrément
(fr)
,
chichement
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.