απλολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλολογικός η απλολογική το απλολογικό
      γενική του απλολογικού της απλολογικής του απλολογικού
    αιτιατική τον απλολογικό την απλολογική το απλολογικό
     κλητική απλολογικέ απλολογική απλολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλολογικοί οι απλολογικές τα απλολογικά
      γενική των απλολογικών των απλολογικών των απλολογικών
    αιτιατική τους απλολογικούς τις απλολογικές τα απλολογικά
     κλητική απλολογικοί απλολογικές απλολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απλολογικός < απλολογία + -ικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική haplologie < αρχαία ελληνική ἁπλοῦς + λέγω

Επίθετο

απλολογικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.