απεικονισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απεικονισμένος | η | απεικονισμένη | το | απεικονισμένο |
| γενική | του | απεικονισμένου | της | απεικονισμένης | του | απεικονισμένου |
| αιτιατική | τον | απεικονισμένο | την | απεικονισμένη | το | απεικονισμένο |
| κλητική | απεικονισμένε | απεικονισμένη | απεικονισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απεικονισμένοι | οι | απεικονισμένες | τα | απεικονισμένα |
| γενική | των | απεικονισμένων | των | απεικονισμένων | των | απεικονισμένων |
| αιτιατική | τους | απεικονισμένους | τις | απεικονισμένες | τα | απεικονισμένα |
| κλητική | απεικονισμένοι | απεικονισμένες | απεικονισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απεικονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απεικονίζω
Μεταφράσεις
απεικονισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.