απαραλλήλιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαραλλήλιστος | η | απαραλλήλιστη | το | απαραλλήλιστο |
| γενική | του | απαραλλήλιστου | της | απαραλλήλιστης | του | απαραλλήλιστου |
| αιτιατική | τον | απαραλλήλιστο | την | απαραλλήλιστη | το | απαραλλήλιστο |
| κλητική | απαραλλήλιστε | απαραλλήλιστη | απαραλλήλιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαραλλήλιστοι | οι | απαραλλήλιστες | τα | απαραλλήλιστα |
| γενική | των | απαραλλήλιστων | των | απαραλλήλιστων | των | απαραλλήλιστων |
| αιτιατική | τους | απαραλλήλιστους | τις | απαραλλήλιστες | τα | απαραλλήλιστα |
| κλητική | απαραλλήλιστοι | απαραλλήλιστες | απαραλλήλιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απαραλλήλιστος < α- + παραλληλίζω + -τος
Συγγενικά
- απαραλλήλιστα
- → δείτε τις λέξεις παραλληλίζω, παράλληλος και άλλος
Μεταφράσεις
απαραλλήλιστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.