απαγγελμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαγγελμένος η απαγγελμένη το απαγγελμένο
      γενική του απαγγελμένου της απαγγελμένης του απαγγελμένου
    αιτιατική τον απαγγελμένο την απαγγελμένη το απαγγελμένο
     κλητική απαγγελμένε απαγγελμένη απαγγελμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαγγελμένοι οι απαγγελμένες τα απαγγελμένα
      γενική των απαγγελμένων των απαγγελμένων των απαγγελμένων
    αιτιατική τους απαγγελμένους τις απαγγελμένες τα απαγγελμένα
     κλητική απαγγελμένοι απαγγελμένες απαγγελμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαγγελμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απαγγέλλω

Μετοχή

απαγγελμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη απαγγέλλω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.