απάχης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απάχης οι απάχηδες
      γενική του απάχη των απάχηδων
    αιτιατική τον απάχη τους απάχηδες
     κλητική απάχη απάχηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απάχης < γαλλική apache < Apache (Απάτσι)

Ουσιαστικό

απάχης αρσενικό (θηλυκό απάχισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.