απάχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | απάχης | οι | απάχηδες |
| γενική | του | απάχη | των | απάχηδων |
| αιτιατική | τον | απάχη | τους | απάχηδες |
| κλητική | απάχη | απάχηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
απάχης αρσενικό (θηλυκό απάχισσα)
- (παρωχημένο) περιθωριακός άνθρωπος ή κακοποιός
- στην ταινία "Οι απάχηδες των Αθηνών" πρωταγωνιστούσε, μεταξύ άλλων, και ο Ντίνος Ηλιόπουλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.