απάχισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απάχισσα | οι | απάχισσες |
| γενική | της | απάχισσας | των | απαχισσών |
| αιτιατική | την | απάχισσα | τις | απάχισσες |
| κλητική | απάχισσα | απάχισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
απάχισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.