αξιοπαρόμοιαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξιοπαρόμοιαστος | η | αξιοπαρόμοιαστη | το | αξιοπαρόμοιαστο |
| γενική | του | αξιοπαρόμοιαστου | της | αξιοπαρόμοιαστης | του | αξιοπαρόμοιαστου |
| αιτιατική | τον | αξιοπαρόμοιαστο | την | αξιοπαρόμοιαστη | το | αξιοπαρόμοιαστο |
| κλητική | αξιοπαρόμοιαστε | αξιοπαρόμοιαστη | αξιοπαρόμοιαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξιοπαρόμοιαστοι | οι | αξιοπαρόμοιαστες | τα | αξιοπαρόμοιαστα |
| γενική | των | αξιοπαρόμοιαστων | των | αξιοπαρόμοιαστων | των | αξιοπαρόμοιαστων |
| αιτιατική | τους | αξιοπαρόμοιαστους | τις | αξιοπαρόμοιαστες | τα | αξιοπαρόμοιαστα |
| κλητική | αξιοπαρόμοιαστοι | αξιοπαρόμοιαστες | αξιοπαρόμοιαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αξιοπαρόμοιαστος < άξιος + -ο- + παρομοιάζω + -τος
Επίθετο
αξιοπαρόμοιαστος
- (λόγιο) που αξίζει να τον παρομοιάσει κάποιος
- ※ Λοιπόν είναι αξιοπαρόμοιαστοι με τους ανθρώπους, οι οποίοι για να ζήσουν πουλούν φαρμάκι. (Διονύσιος Σολωμός, Διάλογος)
Πηγές
- αξιοπαρόμοιαστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αξιοπαρόμοιαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
αξιοπαρόμοιαστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.