αξιομίσητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιομίσητος η αξιομίσητη το αξιομίσητο
      γενική του αξιομίσητου της αξιομίσητης του αξιομίσητου
    αιτιατική τον αξιομίσητο την αξιομίσητη το αξιομίσητο
     κλητική αξιομίσητε αξιομίσητη αξιομίσητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιομίσητοι οι αξιομίσητες τα αξιομίσητα
      γενική των αξιομίσητων των αξιομίσητων των αξιομίσητων
    αιτιατική τους αξιομίσητους τις αξιομίσητες τα αξιομίσητα
     κλητική αξιομίσητοι αξιομίσητες αξιομίσητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αξιομίσητος < αξιο- + μισητός (< μισώ) + -ος

Επίθετο

αξιομίσητος, -η, -ο

  • που αξίζει να τον μισούν
    Α, η ηρωίδα μου είναι ένα υπέροχο πλάσμα! Μια τρομερά ζωντανή, αν και μοναχική γυναίκα που ακούει φωνές από αόρατα πρόσωπα και ράβει τα εκπληκτικότερα φορέματα για κούκλες. Είναι πονόψυχη μα την ίδια ώρα ικανή για έγκλημα. Τρυφερή, πονηρή, λαίμαργη, ιδεολόγος, διεστραμμένη. Και σπουδαία καλλιτέχνις επίσης, βασικό κι αυτό. Μ' άλλα λόγια, αξιαγάπητη και αξιομίσητη. Και οπωσδήποτε σπάνια, μέσα στην παράξενη ευθραυστότητά της. (*)

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.