αξιολογήσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιολογήσιμος η αξιολογήσιμη το αξιολογήσιμο
      γενική του αξιολογήσιμου της αξιολογήσιμης του αξιολογήσιμου
    αιτιατική τον αξιολογήσιμο την αξιολογήσιμη το αξιολογήσιμο
     κλητική αξιολογήσιμε αξιολογήσιμη αξιολογήσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιολογήσιμοι οι αξιολογήσιμες τα αξιολογήσιμα
      γενική των αξιολογήσιμων των αξιολογήσιμων των αξιολογήσιμων
    αιτιατική τους αξιολογήσιμους τις αξιολογήσιμες τα αξιολογήσιμα
     κλητική αξιολογήσιμοι αξιολογήσιμες αξιολογήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αξιολογήσιμος < αξιολογώ + -ιμος

Επίθετο

αξιολογήσιμος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.