αξιοθέατο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αξιοθέατο | τα | αξιοθέατα |
| γενική | του | αξιοθέατου | των | αξιοθέατων |
| αιτιατική | το | αξιοθέατο | τα | αξιοθέατα |
| κλητική | αξιοθέατο | αξιοθέατα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αξιοθέατο < ουδέτερο του αξιοθέατος < αρχαία ελληνική ἀξιοθέατος
Ουσιαστικό
αξιοθέατο ουδέτερο συχνά στον πληθυντικό
- ενδιαφέρον μνημείο ή ό,τι άλλο αξίζει να επισκεφθεί κάποιος (τουρίστας) σε έναν τόπο
- επισκεφθήκαμε τα αξιοθέατα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αξιοθέατος, άξιος και θέαμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αξιοθέατο
- αιτιατική ενικού του αξιοθέατος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αξιοθέατος
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.