αξεθύμαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξεθύμαστος η αξεθύμαστη το αξεθύμαστο
      γενική του αξεθύμαστου της αξεθύμαστης του αξεθύμαστου
    αιτιατική τον αξεθύμαστο την αξεθύμαστη το αξεθύμαστο
     κλητική αξεθύμαστε αξεθύμαστη αξεθύμαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξεθύμαστοι οι αξεθύμαστες τα αξεθύμαστα
      γενική των αξεθύμαστων των αξεθύμαστων των αξεθύμαστων
    αιτιατική τους αξεθύμαστους τις αξεθύμαστες τα αξεθύμαστα
     κλητική αξεθύμαστοι αξεθύμαστες αξεθύμαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αξεθύμαστος < α- στερητικό + ξεθυμαίνω + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kseˈθi.ma.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αξεθύμαστος

Επίθετο

αξεθύμαστος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.