αξέχαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξέχαστος | η | αξέχαστη | το | αξέχαστο |
| γενική | του | αξέχαστου | της | αξέχαστης | του | αξέχαστου |
| αιτιατική | τον | αξέχαστο | την | αξέχαστη | το | αξέχαστο |
| κλητική | αξέχαστε | αξέχαστη | αξέχαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξέχαστοι | οι | αξέχαστες | τα | αξέχαστα |
| γενική | των | αξέχαστων | των | αξέχαστων | των | αξέχαστων |
| αιτιατική | τους | αξέχαστους | τις | αξέχαστες | τα | αξέχαστα |
| κλητική | αξέχαστοι | αξέχαστες | αξέχαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αξέχαστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.