ανύποπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανύποπτος | η | ανύποπτη | το | ανύποπτο |
| γενική | του | ανύποπτου | της | ανύποπτης | του | ανύποπτου |
| αιτιατική | τον | ανύποπτο | την | ανύποπτη | το | ανύποπτο |
| κλητική | ανύποπτε | ανύποπτη | ανύποπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανύποπτοι | οι | ανύποπτες | τα | ανύποπτα |
| γενική | των | ανύποπτων | των | ανύποπτων | των | ανύποπτων |
| αιτιατική | τους | ανύποπτους | τις | ανύποπτες | τα | ανύποπτα |
| κλητική | ανύποπτοι | ανύποπτες | ανύποπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανύποπτος < αρχαία ελληνική ἀνύποπτος
Επίθετο
ανύποπτος
- που δεν υποψιάζεται π.χ. έναν κίνδυνο, ο ανυποψίαστος
- η συμμορία χτυπούσε ανύποπτους περαστικούς
Συγγενικά
Εκφράσεις
- σε ανύποπτο χρόνο: σε προγενέστερο χρόνο, τότε που δεν είχε ακόμη εκδηλωθεί καθαρά ένα φαινόμενο του παρόντος
- σας είχα προειδοποιήσει για τον άνθρωπο αυτό, σε ανύποπτο χρόνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.