αντροχωρίστρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντροχωρίστρα | οι | αντροχωρίστρες |
| γενική | της | αντροχωρίστρας | των | αντροχωριστρών |
| αιτιατική | την | αντροχωρίστρα | τις | αντροχωρίστρες |
| κλητική | αντροχωρίστρα | αντροχωρίστρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αντροχωρίστρα θηλυκό
Μεταφράσεις
αντροχωρίστρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.