αντροχωρίστρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντροχωρίστρα οι αντροχωρίστρες
      γενική της αντροχωρίστρας των αντροχωριστρών
    αιτιατική την αντροχωρίστρα τις αντροχωρίστρες
     κλητική αντροχωρίστρα αντροχωρίστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντροχωρίστρα < άντρας και χωρίζω ή χωρίστρα

Ουσιαστικό

αντροχωρίστρα θηλυκό

  • η γυναίκα που μπαίνει στη μέση ως τρίτο πρόσωπο και γίνεται αιτία να χωρίσει ένα ζευγάρι, που χωρίζει τον άνδρα από τη γυναίκα ή που χωρίζει στα δύο το ζευγάρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.