χωρίστρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωρίστρα οι χωρίστρες
      γενική της χωρίστρας των χωριστρών
    αιτιατική τη χωρίστρα τις χωρίστρες
     κλητική χωρίστρα χωρίστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χωρίστρα < χωρίζω

Ουσιαστικό

χωρίστρα θηλυκό

  • το κενό που αφήνει ανάμεσα σε τούφες μαλλιών το τράβηγμα της τσατσάρας καθώς διαχωρίζουμε με αυτήν το σύνολο των τριχών του κεφαλιού σε δύο μέρη

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.