αντιφλογιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιφλογιστικός | η | αντιφλογιστική | το | αντιφλογιστικό |
| γενική | του | αντιφλογιστικού | της | αντιφλογιστικής | του | αντιφλογιστικού |
| αιτιατική | τον | αντιφλογιστικό | την | αντιφλογιστική | το | αντιφλογιστικό |
| κλητική | αντιφλογιστικέ | αντιφλογιστική | αντιφλογιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιφλογιστικοί | οι | αντιφλογιστικές | τα | αντιφλογιστικά |
| γενική | των | αντιφλογιστικών | των | αντιφλογιστικών | των | αντιφλογιστικών |
| αιτιατική | τους | αντιφλογιστικούς | τις | αντιφλογιστικές | τα | αντιφλογιστικά |
| κλητική | αντιφλογιστικοί | αντιφλογιστικές | αντιφλογιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιφλογιστικός < αντι- + φλογιστικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φλόγα
Μεταφράσεις
αντιφλογιστικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.