αντιτιθέμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιτιθέμενος | η | αντιτιθέμενη | το | αντιτιθέμενο |
| γενική | του | αντιτιθέμενου | της | αντιτιθέμενης | του | αντιτιθέμενου |
| αιτιατική | τον | αντιτιθέμενο | την | αντιτιθέμενη | το | αντιτιθέμενο |
| κλητική | αντιτιθέμενε | αντιτιθέμενη | αντιτιθέμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιτιθέμενοι | οι | αντιτιθέμενες | τα | αντιτιθέμενα |
| γενική | των | αντιτιθέμενων | των | αντιτιθέμενων | των | αντιτιθέμενων |
| αιτιατική | τους | αντιτιθέμενους | τις | αντιτιθέμενες | τα | αντιτιθέμενα |
| κλητική | αντιτιθέμενοι | αντιτιθέμενες | αντιτιθέμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιτιθέμενος < ἀντιτιθέμενος, λόγια μετοχή ενεστώτα του ρήματος ἀντιτίθεμαι
Μετοχή
αντιτιθέμενος, -η, -ο (αντιτιθέμενη και αντιτιθεμένη)
- αυτός που τίθεται στον αντίποδα μιας άποψης, που θέλει να εμποδίσει την εφαρμογή της, που τοποθετείται σε αντίθεση με κάτι
- οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, αντιτιθέμενες στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, κήρυξαν σειρά απεργιών
- Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας προσπάθησε να συνθέσει τις αντιτιθέμενες απόψεις των κομμάτων, για να σχηματιστεί κυβέρνηση
- Διώχθηκε ως αντιτιθέμενος στις πρακτικές του αυταρχικού καθεστώτος
Συγγενικά
Συνώνυμα
- διιστάμενος (για άψυχα, π.χ. απόψεις)
- αντικρουόμενος (για άψυχα π.χ. συμφέροντα, πληροφορίες)
- διαφωνών
- ανθιστάμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.