αντιστασιακός
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.sta.si.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐στα‐σι‐α‐κός
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιστασιακός | η | αντιστασιακή | το | αντιστασιακό |
| γενική | του | αντιστασιακού | της | αντιστασιακής | του | αντιστασιακού |
| αιτιατική | τον | αντιστασιακό | την | αντιστασιακή | το | αντιστασιακό |
| κλητική | αντιστασιακέ | αντιστασιακή | αντιστασιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιστασιακοί | οι | αντιστασιακές | τα | αντιστασιακά |
| γενική | των | αντιστασιακών | των | αντιστασιακών | των | αντιστασιακών |
| αιτιατική | τους | αντιστασιακούς | τις | αντιστασιακές | τα | αντιστασιακά |
| κλητική | αντιστασιακοί | αντιστασιακές | αντιστασιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
αντιστασιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αντίσταση απέναντι σε κάποια εξουσία οργανωμένης μορφής
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντιστασιακός | οι | αντιστασιακοί |
| γενική | του | αντιστασιακού | των | αντιστασιακών |
| αιτιατική | τον | αντιστασιακό | τους | αντιστασιακούς |
| κλητική | αντιστασιακέ | αντιστασιακοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
αντιστασιακός αρσενικό (θηλυκό αντιστασιακή)
- που παίρνει μέρος ή είχε πάρει μέρος στην αντίσταση της χώρας του
Μεταφράσεις
- αντιστασιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.