αντισταθμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντισταθμισμένος | η | αντισταθμισμένη | το | αντισταθμισμένο |
| γενική | του | αντισταθμισμένου | της | αντισταθμισμένης | του | αντισταθμισμένου |
| αιτιατική | τον | αντισταθμισμένο | την | αντισταθμισμένη | το | αντισταθμισμένο |
| κλητική | αντισταθμισμένε | αντισταθμισμένη | αντισταθμισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντισταθμισμένοι | οι | αντισταθμισμένες | τα | αντισταθμισμένα |
| γενική | των | αντισταθμισμένων | των | αντισταθμισμένων | των | αντισταθμισμένων |
| αιτιατική | τους | αντισταθμισμένους | τις | αντισταθμισμένες | τα | αντισταθμισμένα |
| κλητική | αντισταθμισμένοι | αντισταθμισμένες | αντισταθμισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αντισταθμισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.