αντισοβιετισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντισοβιετισμός οι αντισοβιετισμοί
      γενική του αντισοβιετισμού των αντισοβιετισμών
    αιτιατική τον αντισοβιετισμό τους αντισοβιετισμούς
     κλητική αντισοβιετισμέ αντισοβιετισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντισοβιετισμός < αντι- + σοβιέτ + -ισμός

Ουσιαστικό

αντισοβιετισμός αρσενικό

  1. η εναντίωση στο σοβιετικό να πολιτικό σύστημα, στο καθεστώς εξουσίας των εργατικών συμβουλίων
  2. (ειδικότερα) η εναντίωση στο πολιτικό σύστημα και στο κράτος της Σοβιετικής Ένωσης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.