αντιπολεμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιπολεμικός | η | αντιπολεμική | το | αντιπολεμικό |
| γενική | του | αντιπολεμικού | της | αντιπολεμικής | του | αντιπολεμικού |
| αιτιατική | τον | αντιπολεμικό | την | αντιπολεμική | το | αντιπολεμικό |
| κλητική | αντιπολεμικέ | αντιπολεμική | αντιπολεμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιπολεμικοί | οι | αντιπολεμικές | τα | αντιπολεμικά |
| γενική | των | αντιπολεμικών | των | αντιπολεμικών | των | αντιπολεμικών |
| αιτιατική | τους | αντιπολεμικούς | τις | αντιπολεμικές | τα | αντιπολεμικά |
| κλητική | αντιπολεμικοί | αντιπολεμικές | αντιπολεμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιπολεμικός < αντι- + πολεμικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική anti-war)
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.po.le.miˈkos/
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πόλεμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.