αντιποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιποιημένος η αντιποιημένη το αντιποιημένο
      γενική του αντιποιημένου της αντιποιημένης του αντιποιημένου
    αιτιατική τον αντιποιημένο την αντιποιημένη το αντιποιημένο
     κλητική αντιποιημένε αντιποιημένη αντιποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιποιημένοι οι αντιποιημένες τα αντιποιημένα
      γενική των αντιποιημένων των αντιποιημένων των αντιποιημένων
    αιτιατική τους αντιποιημένους τις αντιποιημένες τα αντιποιημένα
     κλητική αντιποιημένοι αντιποιημένες αντιποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

αντιποιημένος

Πηγές

  • αντιποιημένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.