αντιπεψίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντιπεψίνη | οι | αντιπεψίνες |
| γενική | της | αντιπεψίνης | των | αντιπεψινών |
| αιτιατική | την | αντιπεψίνη | τις | αντιπεψίνες |
| κλητική | αντιπεψίνη | αντιπεψίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιπεψίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: antipepsin < anti- + pepsin < αρχαία ελληνική πέψις < πέσσω
Μεταφράσεις
- αντιπεψίνη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.