πεψίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πεψίνη | οι | πεψίνες |
| γενική | της | πεψίνης | των | πεψινών |
| αιτιατική | την | πεψίνη | τις | πεψίνες |
| κλητική | πεψίνη | πεψίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεψίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: pepsine < αρχαία ελληνική πέψις
Ουσιαστικό
πεψίνη θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πέψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.