αντιπαράσταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπαράσταση οι αντιπαραστάσεις
      γενική της αντιπαράστασης* των αντιπαραστάσεων
    αιτιατική την αντιπαράσταση τις αντιπαραστάσεις
     κλητική αντιπαράσταση αντιπαραστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιπαραστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιπαράσταση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή (απάντηση σε αντίρρηση) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική confrontation) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.paˈɾa.sta.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιπαράσταση

Ουσιαστικό

αντιπαράσταση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.