αντιμωλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιμωλία οι αντιμωλίες
      γενική της αντιμωλίας των αντιμωλιών
    αιτιατική την αντιμωλία τις αντιμωλίες
     κλητική αντιμωλία αντιμωλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιμωλία < αρχαία ελληνική ἀντιμῶλος + -ία < μῶλος (αγώνας, κόπος)

Ουσιαστικό

αντιμωλία θηλυκό

  1. (νομικός όρος) διεξαγωγή δίκης με την παρουσία όλων των διαδίκων
  2. (λόγιο) αντιπαράσταση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.