αντιμετωπιζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιμετωπιζόμενος | η | αντιμετωπιζόμενη | το | αντιμετωπιζόμενο |
| γενική | του | αντιμετωπιζόμενου | της | αντιμετωπιζόμενης | του | αντιμετωπιζόμενου |
| αιτιατική | τον | αντιμετωπιζόμενο | την | αντιμετωπιζόμενη | το | αντιμετωπιζόμενο |
| κλητική | αντιμετωπιζόμενε | αντιμετωπιζόμενη | αντιμετωπιζόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιμετωπιζόμενοι | οι | αντιμετωπιζόμενες | τα | αντιμετωπιζόμενα |
| γενική | των | αντιμετωπιζόμενων | των | αντιμετωπιζόμενων | των | αντιμετωπιζόμενων |
| αιτιατική | τους | αντιμετωπιζόμενους | τις | αντιμετωπιζόμενες | τα | αντιμετωπιζόμενα |
| κλητική | αντιμετωπιζόμενοι | αντιμετωπιζόμενες | αντιμετωπιζόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αντιμετωπιζόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.