ημιστίχιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ημιστίχιο | τα | ημιστίχια |
| γενική | του | ημιστίχιου & ημιστιχίου |
των | ημιστίχιων & ημιστιχίων |
| αιτιατική | το | ημιστίχιο | τα | ημιστίχια |
| κλητική | ημιστίχιο | ημιστίχια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ημιστίχιο < αρχαία ελληνική ἡμιστίχιον
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.miˈsti.çi.o/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.