στιχομυθία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στιχομυθία | οι | στιχομυθίες |
| γενική | της | στιχομυθίας | των | στιχομυθιών |
| αιτιατική | τη | στιχομυθία | τις | στιχομυθίες |
| κλητική | στιχομυθία | στιχομυθίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στιχομυθία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στιχομυθία
Ουσιαστικό
στιχομυθία θηλυκό
- ο διάλογος μεταξύ προσώπων, με ευσύνοπτες ερωτήσεις και απαντήσεις
- (στο αρχαίο δράμα) → δείτε τη λέξη στιχομυθία
Μεταφράσεις
στιχομυθία
|
|
Πηγές
- στιχομυθία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | στιχομυθίᾱ | αἱ | στιχομυθίαι | ||||
| γενική | τῆς | στιχομυθίᾱς | τῶν | στιχομυθιῶν | ||||
| δοτική | τῇ | στιχομυθίᾳ | ταῖς | στιχομυθίαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | στιχομυθίᾱν | τὰς | στιχομυθίᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | στιχομυθίᾱ | στιχομυθίαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στιχομυθίᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | στιχομυθίαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
στιχομυθία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
- στιχομυθία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.