ἀντιδικία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀντιδικί αἱ ἀντιδικίαι
      γενική τῆς ἀντιδικίᾱς τῶν ἀντιδικιῶν
      δοτική τῇ ἀντιδικί ταῖς ἀντιδικίαις
    αιτιατική τὴν ἀντιδικίᾱν τὰς ἀντιδικίᾱς
     κλητική ! ἀντιδικί ἀντιδικίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀντιδικί
γεν-δοτ τοῖν  ἀντιδικίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀντιδικία < ἀντι- + δίκη + -ία

Ουσιαστικό

ἀντιδικία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.