αντιδιαβητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιδιαβητικός | η | αντιδιαβητική | το | αντιδιαβητικό |
| γενική | του | αντιδιαβητικού | της | αντιδιαβητικής | του | αντιδιαβητικού |
| αιτιατική | τον | αντιδιαβητικό | την | αντιδιαβητική | το | αντιδιαβητικό |
| κλητική | αντιδιαβητικέ | αντιδιαβητική | αντιδιαβητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιδιαβητικοί | οι | αντιδιαβητικές | τα | αντιδιαβητικά |
| γενική | των | αντιδιαβητικών | των | αντιδιαβητικών | των | αντιδιαβητικών |
| αιτιατική | τους | αντιδιαβητικούς | τις | αντιδιαβητικές | τα | αντιδιαβητικά |
| κλητική | αντιδιαβητικοί | αντιδιαβητικές | αντιδιαβητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιδιαβητικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antidiabetic < anti- + diabetic < (ελληνιστική κοινή) διαβήτης
Επίθετο
αντιδιαβητικός
- που καταπολεμά τον διαβήτη
- αντιδιαβητικός παράγοντας
- αντιδιαβητικό φάρμακο
- αντιδιαβητική δράση
Μεταφράσεις
αντιδιαβητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.