αντιδιαβητικό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντιδιαβητικό, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιδιαβητικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό

αντιδιαβητικό ουδέτερο

  • (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που χορηγείται για την θεραπεία του διαβήτη

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αντιδιαβητικό

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιδιαβητικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιδιαβητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.