αντιαποικιοκρατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιαποικιοκρατικός η αντιαποικιοκρατική το αντιαποικιοκρατικό
      γενική του αντιαποικιοκρατικού της αντιαποικιοκρατικής του αντιαποικιοκρατικού
    αιτιατική τον αντιαποικιοκρατικό την αντιαποικιοκρατική το αντιαποικιοκρατικό
     κλητική αντιαποικιοκρατικέ αντιαποικιοκρατική αντιαποικιοκρατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιαποικιοκρατικοί οι αντιαποικιοκρατικές τα αντιαποικιοκρατικά
      γενική των αντιαποικιοκρατικών των αντιαποικιοκρατικών των αντιαποικιοκρατικών
    αιτιατική τους αντιαποικιοκρατικούς τις αντιαποικιοκρατικές τα αντιαποικιοκρατικά
     κλητική αντιαποικιοκρατικοί αντιαποικιοκρατικές αντιαποικιοκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιαποικιοκρατικός < αντι- + αποικιοκρατικός

Επίθετο

αντιαποικιοκρατικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.