αποικιοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποικιοκρατικός | η | αποικιοκρατική | το | αποικιοκρατικό |
| γενική | του | αποικιοκρατικού | της | αποικιοκρατικής | του | αποικιοκρατικού |
| αιτιατική | τον | αποικιοκρατικό | την | αποικιοκρατική | το | αποικιοκρατικό |
| κλητική | αποικιοκρατικέ | αποικιοκρατική | αποικιοκρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποικιοκρατικοί | οι | αποικιοκρατικές | τα | αποικιοκρατικά |
| γενική | των | αποικιοκρατικών | των | αποικιοκρατικών | των | αποικιοκρατικών |
| αιτιατική | τους | αποικιοκρατικούς | τις | αποικιοκρατικές | τα | αποικιοκρατικά |
| κλητική | αποικιοκρατικοί | αποικιοκρατικές | αποικιοκρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποικιοκρατικός < αποικιοκρατία + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποικιοκρατία, αποικία, οίκος και κράτος
Μεταφράσεις
αποικιοκρατικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.