αντενέργεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντενέργεια | οι | αντενέργειες |
| γενική | της | αντενέργειας | των | αντενεργειών |
| αιτιατική | την | αντενέργεια | τις | αντενέργειες |
| κλητική | αντενέργεια | αντενέργειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αντενέργεια θηλυκό
- (λόγιο) ενέργεια με την οποία προσπαθούμε να εξουδετερώσουμε άλλη ενέργεια
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αντενεργώ
- αντενεργών
- → δείτε τις λέξεις αντί, ενεργώ και έργο
Μεταφράσεις
αντενέργεια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.