αντεθνικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντεθνικός η αντεθνική το αντεθνικό
      γενική του αντεθνικού της αντεθνικής του αντεθνικού
    αιτιατική τον αντεθνικό την αντεθνική το αντεθνικό
     κλητική αντεθνικέ αντεθνική αντεθνικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντεθνικοί οι αντεθνικές τα αντεθνικά
      γενική των αντεθνικών των αντεθνικών των αντεθνικών
    αιτιατική τους αντεθνικούς τις αντεθνικές τα αντεθνικά
     κλητική αντεθνικοί αντεθνικές αντεθνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντεθνικός < αντ- + εθνικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική antinational)

Επίθετο

αντεθνικός

  • που αντιτίθεται στα συμφέροντα του έθνους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.