ανταποκρίτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανταποκρίτρια οι ανταποκρίτριες
      γενική της ανταποκρίτριας των ανταποκριτριών
    αιτιατική την ανταποκρίτρια τις ανταποκρίτριες
     κλητική ανταποκρίτρια ανταποκρίτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανταποκρίτρια < ανταποκριτής + -τρια

Ουσιαστικό

ανταποκρίτρια θηλυκό

(επάγγελμα)  δείτε τη λέξη  ανταποκριτής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.