ανταποδομένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανταποδομένος | η | ανταποδομένη | το | ανταποδομένο |
| γενική | του | ανταποδομένου | της | ανταποδομένης | του | ανταποδομένου |
| αιτιατική | τον | ανταποδομένο | την | ανταποδομένη | το | ανταποδομένο |
| κλητική | ανταποδομένε | ανταποδομένη | ανταποδομένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανταποδομένοι | οι | ανταποδομένες | τα | ανταποδομένα |
| γενική | των | ανταποδομένων | των | ανταποδομένων | των | ανταποδομένων |
| αιτιατική | τους | ανταποδομένους | τις | ανταποδομένες | τα | ανταποδομένα |
| κλητική | ανταποδομένοι | ανταποδομένες | ανταποδομένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανταποδομένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανταποδίδω
Μεταφράσεις
ανταποδομένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.